προεδρικός

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / προεδρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρόεδρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόεδρο (α. «προεδρικό μέγαρο» — μέγαρο όπου στεγάζεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το προσωπικό της προεδρίας
β. «γραφάς παρανόμων... καὶ προεδρικὴν καὶ ἐπιστατικήν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «προεδρική δημοκρατία» — δημοκρατική μορφή πολιτεύματος κατά την οποία ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας είναι και ανώτατος άρχων
β) «προεδρικό διάταγμα» — πράξη του αρχηγού του κράτους, που προσυπογράφεται από τα αρμόδια κατά περίπτωση όργανα, όπως είναι υπουργοί ή ο πρωθυπουργός ή το υπουργικό συμβούλιο, με σκοπό τη θέσπιση κανόνων δικαίου [κανονιστικό διάταγμα] ή την εφαρμογή σε συγκεκριμένη περίπτωση υφιστάμενου κανόνα [ατομικό διάταγμα]
αρχ.
φρ. «προεδρική γραφή» — καταγγελία προέδρου.
επίρρ...
προεδρικώς Ν
εκκλ. όρος με τον οποίο δηλωνόταν ο τρόπος παραχώρησης μητροπόλεων ή ενοριών σε παραιτηθέντες από τη θέση τους αρχιερείς και ιδίως πατριάρχες, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους ανάγκες.