σκαρώνω
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
Greek Monolingual
και εσχαρώνω Ν σκαρί / εσχάριο
1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά
2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο
3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» — επινόησαν κάτι σε βάρος μου ή χάριν αστεϊσμού
β) «του τή σκάρωσε» — πέτυχε κάτι σε βάρος του, του τήν έφερε.