συνεικάζω
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
A bring into the estimate, Ptol.Tetr.120. II copy, mimic, Ath.9.391b.
German (Pape)
[Seite 1010] zusammen vergleichen, ähnlich machen, Ath. IX, 391 b.
Greek (Liddell-Scott)
συνεικάζω: συγκρίνω, συμπαραβάλλω, Πτολ. Τετράβ. 3. 120. ΙΙ. ἀπομιμοῦμαι, Ἀθήν. 391Β.
Greek Monolingual
Α
1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα
2. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].