συμφράζω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

French (Bailly abrégé)

dire ou exprimer ensemble;
Moy. συμφράζομαι (pf. ξυμπέφρασμαι);
1 intr. se consulter avec : ἑῷ θυμῷ OD avec soi-même, dans son cœur;
2 tr. méditer avec : τινι βουλάς OD communiquer son dessein à qqn.
Étymologie: σύν, φράζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(η μτχ. ουδ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμφραζόμενα
α) τα προλεγόμενα και τα επιλεγόμενα ενός χωρίου κειμένου, το περιβάλλον του
β) το γενικό νόημα ενός χωρίου («για να κατανοήσει κανείς το νόημα αυτής της φράσης θα πρέπει να τήν εξετάσει με βάση τα συμφραζόμενα»)
μσν.-αρχ.
αναφέρω, μνημονεύω συγχρόνως
αρχ.
1. μέσ. συμφράζομαι
α) συλλογίζομαι, διαλογίζομαι
β) συσκέπτομαι με κάποιον για την εξεύρεση ενός σχεδίου
γ) συνεκδ. επινοώ, μηχανώμαι
2. παθ. είμαι συνώνυμος με κάτι («χολῆς τῆς ὀργῆς συμφραζομένης», Αρετ. Χρον. Παθ.)
3. φρ. «συμφράζομαι βουλάς»
α) συσκέπτομαι
β) συνεκδ. συμβουλεύω (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φράζω/-ομαι «σκέπτομαι, παρατηρώ, ερμηνεύω»].

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(η μτχ. ουδ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμφραζόμενα
α) τα προλεγόμενα και τα επιλεγόμενα ενός χωρίου κειμένου, το περιβάλλον του
β) το γενικό νόημα ενός χωρίου («για να κατανοήσει κανείς το νόημα αυτής της φράσης θα πρέπει να τήν εξετάσει με βάση τα συμφραζόμενα»)
μσν.-αρχ.
αναφέρω, μνημονεύω συγχρόνως
αρχ.
1. μέσ. συμφράζομαι
α) συλλογίζομαι, διαλογίζομαι
β) συσκέπτομαι με κάποιον για την εξεύρεση ενός σχεδίου
γ) συνεκδ. επινοώ, μηχανώμαι
2. παθ. είμαι συνώνυμος με κάτι («χολῆς τῆς ὀργῆς συμφραζομένης», Αρετ. Χρον. Παθ.)
3. φρ. «συμφράζομαι βουλάς»
α) συσκέπτομαι
β) συνεκδ. συμβουλεύω (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φράζω/-ομαι «σκέπτομαι, παρατηρώ, ερμηνεύω»].