συνειδητός

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση του τί είναι ή του τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης»)
3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό
(ψυχανάλ.) σύστημα, δόμηση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική δραστηριότητα.
επίρρ...
συνειδητά Ν
με συνείδηση, με επίγνωση («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδη- του απρμφ. συνειδέναι του ρ. σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνείδηση, βλ. και λ. οἶδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Φιλίστωρ].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση του τί είναι ή του τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης»)
3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό
(ψυχανάλ.) σύστημα, δόμηση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική δραστηριότητα.
επίρρ...
συνειδητά Ν
με συνείδηση, με επίγνωση («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδη- του απρμφ. συνειδέναι του ρ. σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνείδηση, βλ. και λ. οἶδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Φιλίστωρ].