φασκομηλιά
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
Greek Monolingual
η / φασκομηλία, ΝΜ, και σφακομηλιά Ν
κοινή σήμερα ονομασία του είδους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, Salvia officinalis του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Σάλβια και κατ' επέκταση των 23 ειδών του γένους τα οποία απαντούν στην Ελλάδα, ο ελελίφασκος κατά τον Διοσκορίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκον / σφάκος (βλ. λ. φάσκο) + μηλέα / μηλιά].