φωλιάζω

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

Ν φωλιά
1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά
2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ' αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.)
3. περνώ τη χειμέρια νάρκη
4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι για να αποφύγει την τιμωρία»)
β) (για συναίσθημα ή αρρώστια) ενυπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «φώλιασε στην ψυχή του το μίσος» β. «φωλιάζει μέσα του το χτικιό»).