φωλιάζω
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Greek Monolingual
Ν φωλιά
1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά
2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ' αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.)
3. περνώ τη χειμέρια νάρκη
4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι για να αποφύγει την τιμωρία»)
β) (για συναίσθημα ή αρρώστια) ενυπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «φώλιασε στην ψυχή του το μίσος» β. «φωλιάζει μέσα του το χτικιό»).