χαριεργός

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐεργός Medium diacritics: χαριεργός Low diacritics: χαριεργός Capitals: ΧΑΡΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: chariergós Transliteration B: chariergos Transliteration C: chariergos Beta Code: xariergo/s

English (LSJ)

όν, prob.

   A elegantly working, artistic, epith. of Athena, as protectress of artificers, AP6.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1337] sich an Künsten od. Handwerken freuend, Beiw. der Athene, als Beschützerinn der Künstler u. Handwerker, Leon. Tar. 4 (VI, 205), also wie ἐργάνη.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριεργός: -όν, (*ἔργω) πιθαν. ὁ δίδων χάριν καὶ κομψότητα εἰς τὰ ἔργα τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν τεχνιτῶν, Ἀνθ. Παλατ. 6. 265.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui aime les travaux, particul. les œuvres d’art;
2 qui travaille de façon élégante, artistique.
Étymologie: χάρις, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
(προσωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών καλλιτεχνών, τών τεχνιτών και τών χειρωνακτών) αυτός που χαίρεται με τις καλές τέχνες ή με τις χειρωνακτικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, φιλ-εργός).