αρμόδιος

From LSJ
Revision as of 11:02, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἁρμόδιος, -ία, -ιον)
ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα
αρχ.
ο ταιριαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ-, αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)].