ἀμφίξοος
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ον, contr. ἀμφί-ξους,
A polishing all round, σκέπαρνον AP 6.205 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 141] ringsum glättend, σκέπαρνον Leon. Tar. 4 (VI, 205).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίξοος: -ον, συνῃρ. -ξους, ὁ περιξέων τι ἢ λεαίνων πανταχόθεν, σκέπαρνον Ἀνθ. Π. 6. 205.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui racle ou taille autour.
Étymologie: ἀμφιξέω.
Greek Monotonic
ἀμφίξοος: -ον, συνηρ. -ξους, περιστιλβώνω, περιγυαλίζω, σε Ανθ.