λάρκος
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
English (LSJ)
ὁ,
A charcoal-basket, Ar.Ach.333, Alex.208, Lys.Fr.139 S. (Dissim. fr. νάρκος, cf. ναρκίον.)
German (Pape)
[Seite 16] ὁ, Korb, bes. Kohlenkorb, Ar. Ach. 350; Alexis bei Poll. 10, 111; VLL. erkl. ἀνθρακικὸν σκεῦος, u. Harpocr. führt es auch aus Lvs. an.
Greek (Liddell-Scott)
λάρκος: ὁ, κοφίνιον, ἀγγεῖον τῶν ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 333, Ἄλεξ. ἐν «Σπονδοφόρῳ» 1, Λυσ. παρ’ Ἁρπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάρκος ἀνθράκων φορμὸς» καὶ «λάρκον πλέγμα φορμῷ ὅμοιον, ἐν ᾧ ἄνθρακας φέρουσιν, ὁτὲ δὲ καὶ ἰσχάδας».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
panier à charbon.
Étymologie: DELG ναρκίον, avec influence de λάρναξ.
Greek Monolingual
λάρκος, ὁ (Α)
κοφίνι, ιδίως για μεταφορά ξυλοκάρβουνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νάρκος με επίδραση του τ. λάρναξ].
Greek Monotonic
λάρκος: ὁ, κοφίνι για κάρβουνα, καλάθι για άνθρακα, σε Αριστοφ.