Πανίωνες
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
οἱ,
A the whole body of Ionians, Eust.1414.36: Πᾰνιώνιον, τό, their place of meeting at Mycale, and the common temple there built, Hdt.1.141, al., CIG2909 (Mycale). 2 Πανιώνια (sc. ἱερά), τά, festival of the United Ionians, Hdt.1.148. 3 Πανιώνιος, ὁ, epith. of Apollo, IG3.175; of Hadrian, Hermes 4.183 (Ephes.). b (sc. ἀμφορίσκος), IG11(2).154 A36 (Delos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Πᾰνίωνες: οἱ, πᾶν τὸ πλῆθος τῶν Ἰώνων, πάντες οἱ Ἴωνες ὁμοῦ, Εὐστ. 1414. 36· - Πᾰνιώνιον, τό, ἱερὸν ἄλσος μετὰ ναοῦ τοῦ Ἑλικωνίου Ποσειδῶνος ἐπὶ τῆς ἐν Ἰωνίᾳ ἄκρας τῆς Μυκάλης, ἔνθα συνήρχετο τὸ συνέδριον τῶν πληρεξουσίων τῶν δώδεκα Ἰωνικῶν πόλεων, Ἡρόδ. 1. 141, 142, 148, 170, Ἐπιγραφ. Καρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2909· πρβλ. Πανελλήνιον. 2) Πανιώνια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἡ τῶν Πανιώνων πανήγυρις ἀγομένη μετὰ γυμνικῶν ἀγώνων, Ἡρόδ. 1. 148· καλουμένη ἡ Πανιωκὴ θυσία ὑπὸ τοῦ Στράβ. 384· - πρβλ. Grote ll. of Gr. iii. κεφ. 13. 3) Πανιώνιος ἐπώνυμον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 465.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
la confédération des Ioniens.
Étymologie: πᾶς, Ἴωνες.
Greek Monotonic
Πᾰνίωνες: οἱ,
1. ολόκληρο το σύνολο των Ιώνων· Πᾰνιώνιον, το μέρος όπου αυτοί συγκεντρώνονταν στη Μυκάλη και ο κοινός ναός που έχτισαν εκεί, σε Ηρόδ.
2. Πανιώνια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή των Ιώνων με γυμνικούς αγώνες, στον ίδ.