ἀνθοκόμος

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοκόμος Medium diacritics: ἀνθοκόμος Low diacritics: ανθοκόμος Capitals: ΑΝΘΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: anthokómos Transliteration B: anthokomos Transliteration C: anthokomos Beta Code: a)nqoko/mos

English (LSJ)

ον,

   A decked with flowers, flowery, λειμῶνες ib. 10.6 (Satyr.).    2 parti-coloured, οἰωνοί Opp.C.2.190.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος (κόμη).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοκόμος: -ον, ὁ, ἀνθοφόρος, εὐανθής, λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων χρῶμα ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de fleurs;
2 aux couleurs variées.
Étymologie: ἄνθος, κόμη.

Spanish (DGE)

-ον
1 cubierto de flores λειμῶνες AP 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.D.17.20, χθών Apoll.Met.Ps.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.
2 polícromo οἰωνοί Opp.C.2.190.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθοκόμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών
αρχ.
επίθ.
1. στολισμένος με άνθη
2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος.

Greek Monotonic

ἀνθοκόμος: -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ.