παράφημι

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφημι Medium diacritics: παράφημι Low diacritics: παράφημι Capitals: ΠΑΡΑΦΗΜΙ
Transliteration A: paráphēmi Transliteration B: paraphēmi Transliteration C: parafimi Beta Code: para/fhmi

English (LSJ)

poet. παραίφημι and πάρφημι,

   A speak gently to, advise, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι Il.1.577 :—Med., persuade, appease, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι παρφάσθαι Od.16.287, 19.6 ; τιν' ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249, cf. Od.2.189 ; μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Hes.Th.90, cf. Parm.1.15.    2 freq. with collat. notion of deceit, speak deceitfully or insincerely, παρφάμεν ὅρκον, λόγον, Pi. O.7.66, P.9.43 :—Med., πολλά μιν παρφαμένα beguiling him, Id.N.5.32.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φημί), wie παραμυθέομαι, zureden, rathen, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, Il. 1, 577; u. im med. ermahnen, bereden, beschwichtigen, μνηστῆρας παρφάσθαι Od. 16, 287. 19, 6; h. Cer. 337; auch ἐπέεσσι παρφάμενος u. παραιφάμενος, Il. 12, 249. 24, 771 Od. 2, 189; Hes. Th. 29; gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Ueberredung od. Täuschung; vgl. Pind. θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65, wie παρφάμεν τοῦτον λόγον P. 9, 43; sp. D., wie τοῖα παραιφαμένη κατέρυκεν Ap. Rh. 2, 287, öfter; Orph. Arg. 95, μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, 1317; u. geradezu hintergehen, täuschen.

Greek (Liddell-Scott)

παράφημι: ποιητ. παραίφημι καὶ πάρφημι, ὡς τὸ παραμυθέομαι, ὁμιλῶ ἠπίως πρός τινα, παραινῶ, συμβουλεύω, μητρὶ δ’ ἐγὼ παράφημι Ἰλ. Α. 577. ― Μέσ., καταπραΰνω, μαλάσσω, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσιν παρφάσθαι Ὀδ. Π. 287, Τ. 6· τιν’ ἄλλον παρφάμενος παρφάμενος ἐπέεσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Ὀδ. Β. 189· μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Ἡσ. Θ. 90· ― πρβλ. παράφασις. 2) συχνάκις μετὰ παραλλήλου ἐννοίας ἀπάτης, ὁμιλῶ ἀπατηλῶς, δὲν φυλάττω, παραβαίνω, παρφάμεν ὅρκον, λόγον Πινδ. Ο. 7. 121, Π. 9. 70· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 58.

French (Bailly abrégé)

conseiller, donner un conseil τινί, à qqn;
Moy. inf. poét. παρφάσθαι, tromper par un mensonge, par un parjure, etc., τινά qqn.
Étymologie: παρά, φημί.

English (Autenrieth)

mid. aor. inf. παρφάσθαι, part. παρφάμενος, παραιφάμενος: ad- vise, Il. 1.577; mid., mislead, delude, appease, Il. 24.771.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α
1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι
καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.)
3. (συχνά με την έννοια του δόλου) πείθω, εξαπατώ, παραβαίνω, δεν φυλάσσω τον όρκο («θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν», Πίνδ.)
4. μέσ. εξαπατώ τον εαυτό μου («πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῶ παρφαμένα λιτάνευεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φημί «λέγω»].

Greek Monotonic

παράφημι: ποιητ. παραί-φημι και πάρ-φημι,
1. μιλώ ευγενικά, συμβουλεύω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., πείθω, καταπραΰνω, με αιτ., σε Όμηρ.
2. μιλώ απατηλά ή ψεύτικα, σε Πίνδ.· και στη Μέσ., στον ίδ.