εἰσαράσσω

From LSJ
Revision as of 21:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰράσσω Medium diacritics: εἰσαράσσω Low diacritics: εισαράσσω Capitals: ΕΙΣΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: eisarássō Transliteration B: eisarassō Transliteration C: eisarasso Beta Code: ei)sara/ssw

English (LSJ)

Att. εἰσαράττω,

   A dash or force into, τὴν ἵππον ἐς. drive the enemy's horse in upon his foot, Hdt.4.128, cf. D.C.51.26 ; σφέας ἐς τὰς νέας Id.5.116.

German (Pape)

[Seite 740] hinein-, daraufwerfen; τὴν ἵππον, die Reiterei, nämlich auf das Fußvolk zurück, Her. 4, 128; σφέας εἰς τὰς νέας 5, 116; Sp., wie D. Cass. 42, 40. 51, 26.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― ἀναγκάζω τι νὰ συγκρουσθῇ, οἱ δὲ Σκύθαι ἐσαράξαντες τὴν ἵππον, τρέψαντες τὸ ἱππικὸν τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον τοῦ πεζικοῦ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 128· ἐσαράξαντες σφέας ἐς τὰς νέας, διώξαντες αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς, ὁ αὐτ. 5. 116· τοὺς λοιποὺς ἐς τὰς ναῦς ἐσήραξαν Δίων Κάσ. 42. 40· τὴν ἵππον ἐς τοὺς πεζοὺς ἐσήραξε ὁ αὐτ. 51. 26

Greek Monolingual

εἰσαράσσω (Α)
ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο ώστε να συγκρουστούν («εἰσαράσσειν σφέας εἰς τὰς νέας»).

Greek Monotonic

εἰσᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, οδηγώ ή σπρώχνω, εξωθώ πάνω σε, σε Ηρόδ.