ἐκμάσσατο
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
3sg. aor. I, he
A devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐκμαίομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐκμαίομαι.
Greek Monotonic
ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.