ζωμήρυσις

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμήρῠσις Medium diacritics: ζωμήρυσις Low diacritics: ζωμήρυσις Capitals: ΖΩΜΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: zōmḗrysis Transliteration B: zōmērysis Transliteration C: zomirysis Beta Code: zwmh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1143] ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους ἀφρηλόγος» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cuiller à potage.
Étymologie: ζωμός, ἀρύω.

Greek Monolingual

ζωμήρυσις, ἡ (Α)
μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως του κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω«αντλώ υγρό» με έκταση του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].

Greek Monotonic

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ (ζωμός, ἀρύω), κουτάλα της σούπας, σε Ανθ.