Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἠλιτόμηνος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐτόμηνος Medium diacritics: ἠλιτόμηνος Low diacritics: ηλιτόμηνος Capitals: ΗΛΙΤΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: ēlitómēnos Transliteration B: ēlitomēnos Transliteration C: ilitominos Beta Code: h)lito/mhnos

English (LSJ)

ον,

   A missing the right month, i.e. untimely born, Il.19.118, Tryph.556, Plu.2.358e, AP12.228 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1163] den rechten Monat verfehlend, zu früh geboren, Il. 19, 118; παῖς Strat. 70 (XII, 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐτόμηνος: -ον, ὁ τοῦ μηνὸς ἁμαρτών, ἀστοχήσας, προώρως γεννηθείς, Ἰλ. Τ. 118, Ἀνθ. Π. 12. 228· ἴδε ἀλιτήμερος.

French (Bailly abrégé)

ος, όν :
né avant terme litt. qui trompe sur le nombre de mois.
Étymologie: ἀλιταίνω, μήν².

English (Autenrieth)

(ἀλιτεῖν, μήν): untimely born, Il. 19.118†.

Greek Monolingual

ἠλιτόμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον
η πρόωρη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ- του αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + -μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -ο-, που στην εξέλιξη της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν του α' συνθετικού με το β' στα σύνθετα, εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη αντί του συνηθέστερου -ε- (πρβλ. αγχέμαχος, εχέβοιος) σε ορισμένα άπαξ λεγόμενα, όπως αμαρτο-επής, ηλιτό-μηνος, φυγο-πτόλεμος κ.ά.].

Greek Monotonic

ἠλῐτόμηνος: -ον (ἤλιτον, μήν), αυτός που χάνει το σωστό μήνα, δηλ. ο γεννημένος πρόωρα, σε Ομήρ. Ιλ.