θίς

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θίς Medium diacritics: θίς Low diacritics: θις Capitals: ΘΙΣ
Transliteration A: thís Transliteration B: this Transliteration C: this Beta Code: qi/s

English (LSJ)

[ῑ], θῑνός : ὁ Il.23.693, Od.12.45, Ar.V.696, Phld. (v. infr.); ἡ S.Ant.591, Ph.1124, Arist.HA548b6, Call.Fr.126, D.H.3.44:—

   A heap, πολὺς ὀστεόφιν θίς Od.12.45; θῖνες νεκρῶν A.Pers.818: metaph., θὶς πημάτων Lyc.812; esp. of sand-banks, θῖνες ψάμμου Hdt.3.26; ἄμμου, γῆς, Plu.Fab.6, Art.18; τοὺς ἐν ἄμμῳ θῖνας Phld.Piet.20; ἐν ταῖς θ. Arist.HA548b6, cf. 537a25; θῖνας καὶ ψάμμους Porph.Abst.4.21; of the sandy deserts of Libya, A.R.4.1384; Νασαμώνων αὔλια καὶ δολιχὰς θ. Call.Fr.126.    2 usu. in Hom., etc., beach, shore, freq. in oblique cases, παρὰ θῖνα . . θαλάσσης Il.1.34, cf. Od.6.236, etc.; παρὰ θῖν' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Il.1.316, cf. 350, etc.; alone, ἐπὶ θινί Od.7.290; παρὰ θῖνα 9.46; later θῖν' ἁλός Ar.V.1521 (parod.); πόντου S.Ph.1124 (lyr.); θαλάσσας E.Andr.109 (eleg.); θαλαττία D.H.3.44.    b sand-bank, bar at the mouth of a river, Plb.4.41.6: pl., banks of a stream, D.S. 1.30.    3 sand or mud at the bottom of the sea, οἶδμα . . κυλίνδει βυσσόθεν κελαινὰν θῖνα S.Ant.591: metaph., ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις, i.e. trouble the very bottom of my heart, Ar.V.696, v. Sch.    4 shore-weed, θίν' ἐν φυκιόεντι Il.23.693, cf. Arist.HA598a5; θινὸς ὄζειν ib.620a15.    II ἄκρης [πόλιος] θίς the temple that crowns the Acropolis, dub. in Call.Fr.anon.332.

French (Bailly abrégé)

θινός (ὁ ἡ)
I. tas, monceau, amas (d’ossements, de cadavres);
II. particul. amas de sable, d’ord.
1 sable sur le bord de la mer, dune;
2 sable à la surface de la mer, banc de sable;
3 sable au fond de la mer ; vase, limon;
4 sable d’un désert, tourbillons de sable, monticule de sable ; au pl. steppes.
Étymologie: cf. θείνω.

English (Autenrieth)

θῖνός: heap, Od. 12.45; then of the sandy shore, strand.

Greek Monotonic

θίς: [ῑ], θῑνός, ὁ και ἡ,
1. σωρός, στοίβα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· στον πληθ., λέγεται για αμμώδεις σωρούς, αμμώδεις ακτές, σε Ηρόδ., κ.λπ.
2. παραλία, ακτή, όχθη, παρὰ θῖνα θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ.· παρὰ θῖν' ἁλός, στο ίδ.· ομοίως, ἐπὶ θινί, σε Ομήρ. Οδ.
3. άμμος ή λάσπη στον πυθμένα της θάλασσας, οἶδμα κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα, σε Σοφ.· μεταφ., τὸν θῖνά μου ταράττεις, ταράζεις τα μύχια της καρδιάς μου, σε Αριστοφ.