Κέρκυρα
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ἡ, and Κερκῡραῖοι, οἱ,
A = Κόρκυρα, Κορκυραῖοι, in codd. of Hdt., Th., and later Attic Inscrr., IG22.96, etc.; early Attic Inscrr. and Corcyraean coins have Κορ-, IG12.295, BMus.Cat.Coins Thessaly p.117, Corinth p.112.
Greek (Liddell-Scott)
Κέρκῡρα: ἡ, ἡ νῆσος Κέρκυρα, ἥτις νῦν καὶ «Κορφοὶ» λέγεται ἐνίοτε, Ἡρόδ., κτλ.· ― Ἐπίθ. Κερκυραῖος, α, ον, Ἡρόδ. 3. 48, κτλ.· ὡσαύτως, Κέρκυρ, ῡρος, Ἀλκμὰν 83· Κ. μάστιξ, ἦτο ἰδιαιτέρως φοβερὸν βασανιστήριον ὄργανον ἐκ πολλῶν λωρίδων συγκειμένη, καλουμένη κωμικῶς Κερκυραῖα πτερὰ παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1462, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.· ― τὰ Κερκυραϊκά, δηλ. πράγματα, Θουκ. 1. 118. Ὁ Λατ. τύπος Κορκ- (Corcyra) συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν ἀντιγράφων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1463, Στράβ. 44, 299, Διόδ. 4. 72, Παυσ. 1. 11 6., 5. 27, 9, κτλ.· καὶ οὕτω συνεχῶς φέρεται ἐπὶ νομισμάτων, ὥστε ὁ Spanh. πιστεύει ὅτι οὗτος εἶναι ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος· ἀλλ’ ὅμως μόνον ὁ τύπος Κερκ- ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., Θουκ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Corcyre (Corfou), île de la mer Ionienne.
Étymologie: DELG pê d’origine illyrienne, Κέρκυρ (cf. lat. quercus), « l’île aux chênes ».
Greek Monotonic
Κέρκῡρα: ἡ, το νησί της Κέρκυρας (Κορφοί), σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Κερκυραῖος, -α, -ον, Κερκυραϊκός, στον ίδ. κ.λπ.· τὰ Κερκυραϊκά, ζητήματα τα σχετικά με την Κέρκυρα, σε Θουκ.