προσιζάνω

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσιζάνω Medium diacritics: προσιζάνω Low diacritics: προσιζάνω Capitals: ΠΡΟΣΙΖΑΝΩ
Transliteration A: prosizánō Transliteration B: prosizanō Transliteration C: prosizano Beta Code: prosiza/nw

English (LSJ)

   A sit by or near: hence, rest, settle on, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA535a2; ἡγοῦντο προσιζάνειν τῷ ὕδατι τὰς ψυχὰς θεοπνόῳ ὄντι Numen. ap. Porph.Antr.10; adhere to, v.l. for -ίζω in Dsc.5.95: abs., ib.74; ἀπὸ τῶν προσιζανόντων from all that adheres, dirt, etc., Paus.5.14.5; of a robe, sit close, Luc.Hist.Conscr. 10.    2 metaph., κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει Semon.7.84; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ π. A.Pr.278; cleave to, cling to, μοι ἀρὰ π. Id.Th. 696.

German (Pape)

[Seite 766] (s. ἱζάνω), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10.

Greek (Liddell-Scott)

προσιζάνω: προσκάθημαι, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν σαπρὸν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 29· τοίχοις πρ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. μεταφορ., κείνῃ μῶμος οὖ προσιζάνει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 84· πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 276· ὡσαύτως, προσκάθημαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, Λατ. instare, ἀρά μοι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 696· ἀπὸ τῶν προσιζανόντων, ἀπὸ παντὸς ὅ,τι προσκολλᾶται, οἷον ῥύπου, κλπ., Παυσ. 5. 14, 5. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐνδύματος, προσαρμόζομαι καλῶς, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

French (Bailly abrégé)

s’attacher à, dat. ou πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, ἱζάνω.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι κοντά σε κάτι
2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν»)
4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή
5. μτφ. προσκολλώμαι, πιάνω («ἐχθρά μοι... ἀρὰ προσιζάνει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].

Greek Monotonic

προσιζάνω: κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με αιτ., πρὸςἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνω, σε Αισχύλ.· μεταφ. με δοτ., προσχωρώ, προσκολλώμαι σε κάποιον, ἀρά μοι προσιζάνω, στον ίδ.