συγκρατέω

From LSJ
Revision as of 01:45, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾰτέω Medium diacritics: συγκρατέω Low diacritics: συγκρατέω Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: synkratéō Transliteration B: synkrateō Transliteration C: sygkrateo Beta Code: sugkrate/w

English (LSJ)

   A hold together, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Anaximen.2; keep troops together, Plu.Phoc.12.    2 strengthen, τὰ μέλεα Aret.SD1.5.    3 hold in, keep under control, τὸ πνεῦμα D.L.6.76; ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenhalten, festhalten, beherrschen, Plut. Phoc. 12, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κρατῶ ὁμοῦ, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ ὁμοῦ στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) ὑποστηρίζω, ἐνισχύω, Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ ἐντός, τὸ πνεῦμα Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 contenir ensemble ou solidement;
2 conserver en soi ou pour soi;
3 gouverner, conserver.
Étymologie: σύν, κρατέω.

Spanish

gobernar, mantener bajo control

Greek Monotonic

συγκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, διατηρώ, βαστώ, κρατώ μαζί τα στρατεύματα, σε Πλούτ.