πύρνον

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρνον Medium diacritics: πύρνον Low diacritics: πύρνον Capitals: ΠΥΡΝΟΝ
Transliteration A: pýrnon Transliteration B: pyrnon Transliteration C: pyrnon Beta Code: pu/rnon

English (LSJ)

τό,

   A wheaten bread, Od.15.312, 17.12,362; esp. of bread with the bran in it, Philem.Gloss. ap. Ath.3.114d.    II generally, food, meat, φήγινον π. acorns or mast, Lyc.482 (pl.), cf. 639: pl., Hsch.

German (Pape)

[Seite 823] τό, verkürzt statt πύρινον, Weizenbrot, sc. σιτίον; αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ, Od. 15, 312, wie 17, 12; ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, 362; wo es Andre übh. Stück Brot erklären; nach Philemon bei Ath. III, 114 d τὸν ἐκ πυρῶν ἀσήστων γινόμενον ἄρτον καὶ πάντα ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα (auch Kleie). – Bei Lycophr. 482 die Baumfrucht καρπὸς δρύϊνος, vgl. 639.

Greek (Liddell-Scott)

πύρνον: τό, συντετμημέν. ἀντὶ πύρινον, (πύρινος, πῦρός), ἄρτος σίτινος, Ὀδ. Ο. 312., Ρ. 12, 362· μάλιστα δὲ ἐπὶ ἄρτου ἐξ ἀλεύρου μετὰ τῶν πιτύρων, πρβλ. Φιλήμ. Γραμμ. παρ’ Ἀθην. 114D. ΙΙ. καθόλου τροφή, «πύρνοι (οὕτως ἀρσεν.)· ζειαὶ κνηστώδεις, ἢ ὁ κατειργασμένος σῖτος, ἄλλοι χόρτος, ἄλλοι μαγίδα. καὶ οὐδετέρως τὰ πύρνα»... «πύρνος· ψωμός», Ἡσύχ.· «πύρνος· τὸ ἀπόκλασμα τοῦ ἄρτου» Σουΐδ., κτλ.· φήγινον π., βάλανος, Λυκόφρ. 482, πρβλ. 639· - ἐντεῦθεν πυρναῖος.

English (Autenrieth)

wheaten loaf. (Od.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. σταρένιο ψωμί
2. (κυρίως) ψωμί από αλεύρι με πίτυρα
3. τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πύρνος με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

πύρνον: τό (πύρινος), ψωμί απο σιτάρι, σταρένιο ψωμί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πύρνον: τό πύρινος II] пшеничный хлеб, булка Hom.