ἀντωνυμία

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνῠμία Medium diacritics: ἀντωνυμία Low diacritics: αντωνυμία Capitals: ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: antōnymía Transliteration B: antōnymia Transliteration C: antonymia Beta Code: a)ntwnumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pronoun, D.H.Comp.6, Plu.2.1009c, etc.; περὶ ἀντωνυμίας, title of work by A.D.    II interchange of names, Dam.Pr.73.

German (Pape)

[Seite 265] (ὄνομα), ἡ, das Pronomen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνῠμία: ἡ, «ὁριστέον ουν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε· ‘λέξιν ἀντ’ ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν, διάφορον κατὰ τὴν πτῶσιν καὶ ἀριθμόν, ὅτι καὶ γένους ἐστὶ κατὰ τὴν φωνὴν ἀπαρέμφατος’» Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 10Α, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Πλούτ. 2. 1009C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
t. de gramm. pronom personnel.
Étymologie: ἀντώνυμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 gram. pronombre D.H.Comp.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.in SE 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.E.Th.2.19, Gr.Shorthand Man.624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.Pron.3.
2 sustituto, sinónimo de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.Pr.73.

Greek Monolingual

η (AM ἀντωνυμία)
κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωνυμία < -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμία μετωνυμία κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀντωνῠμία: ἡ грам. местоимение Plut.