καρφαλέος

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρφᾰλέος Medium diacritics: καρφαλέος Low diacritics: καρφαλέος Capitals: ΚΑΡΦΑΛΕΟΣ
Transliteration A: karphaléos Transliteration B: karphaleos Transliteration C: karfaleos Beta Code: karfale/os

English (LSJ)

α, ον, (κάρφω)

   A dry, parched, ὡς ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od.5.369; δέρμα Hp.Aph.5.71, Prog.2, Gal.10.674; ἀστάχυες, ἄρουρα, AP9.384.14, Orph.L.269; κ. δίψει AP9.272 (Bianor), 7.536 (Alc.); of sound, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς . . ἄϋσεν the shield rang dry, i.e. sharply, Il.13.40    II Act., drying, parching, πῦρ v.l. for καρχ- (q. v.), Nic.Th.691.

German (Pape)

[Seite 1331] (κάρφω), trocken, dürr; ὡς δ' ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od. 5, 368; ἀστάχυες Mens. Rom. 14 (IX, 384); vor Durst erschöpft, durstig, δίψῃ καρφαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῦγον Il. 21, 541, alte v. l., wo jetzt καρχαλέοι steht; δίψει Bian. 4 (IX, 272); φάρυγξ δ. καρφ. Alc. Mess. 18 (VII, 536); vom Schalle, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος, dürr, heiser erklang der Schild, Il. 13, 409. Bei Nic. Th. 691 heißt das Feuer so, ausdörrend, brennend.

Greek (Liddell-Scott)

καρφᾰλέος: -α, -ον, (κάρφω) ξηρός, κατάξηρος, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε. 369 (πρβλ. καρχαλέος)· δέρμα Ἱππ. Ἀφ. 1256, Προγν. 36· ἀστάχυες, ἄρουρα Ἀνθ. Π. 9. 384, 14, Ὀρφ. Λιθ. 266· καρφ. δίψῃ Ἀνθ. Π. 9. 272· -ἐπὶ ἤχου, καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπὶς… ἄϋσε, ἡ ἀσπὶς ἐξέβαλε ξηρὸν ἦχον (ὡς κοῖλον πρᾶγμα), Ἰλ. Ν. 409. ΙΙ. ἐνεργ., ξηραίνων, καταξηραίνων, πῦρ Νικ. Θηρ. 691.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sec, aride, altéré ; fig. en parl. du son sec, dur.
Étymologie: κάρφω.

English (Autenrieth)

dry; of sound (cf. αὖον), Il. 13.409. (Il. and Od. 5.369.)

Greek Monolingual

καρφαλέος, -α, -ον (Α)
1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ' ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.
β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» — η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφω + κατάλ. -αλέος (πρβλ. αρπα-λέος, οκν-αλέος). Η λ. χρησιμοποιείται ως άλλος τ. του επιθ. καρχαλέος].

Greek Monotonic

καρφᾰλέος: -α, -ον (κάρφω), ξηρός, αποξηραμένος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ήχο, καρφαλέον ἀσπὶς ἄϋσε, η ασπίδα έβγαλε έναν ξερό ήχο, δηλ. υπόκωφο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

καρφᾰλέος: сухой, высохший: ἠΐων θημὼν καρφαλέων Hom. куча сухой соломы; κ. δίψει Anth. томимый жаждой.