πανσυδί

From LSJ
Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανσῠδί Medium diacritics: πανσυδί Low diacritics: πανσυδί Capitals: ΠΑΝΣΥΔΙ
Transliteration A: pansydí Transliteration B: pansydi Transliteration C: pansydi Beta Code: pansudi/

English (LSJ)

or πανσυ-δεί, Adv., (σεύομαι)

   A with all one's force, hence = πανστρατιᾷ, π. διεφθάρθαι utterly, Th.8.1, cf. Pherecr.31, D.H.5.46: written πασσυδί X.Cyr.1.4.18, Onos.42.12, v.l. for sq. in X.HG4.4.9, Ages.2.19.

Greek (Liddell-Scott)

πανσυδί: ἢ -δεί, Ἐπίρρ. (√ΣΥ, σεύομαι) μετὰ πάσης δυνάμεως, ὅθεν = πανστρατιᾷ ἢ πανδημί, π. βοηθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 9, Ἀγησ. 2. 19˙ πασσυδὶ (οὕτως ὁ Βεκκῆρ.) διεφθάρθαι, παντελῶς, Θουκ. 8. 1, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Αὐτομόλοις» 11, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec toutes les forces réunies;
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶν, σεύω.

Greek Monolingual

και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α
επίρρ.
1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.)
2. παντελώς
3. με κάθε προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θ. συ- του σεύομαι «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. ἐσ-σύ-μην) με οδοντική παρέκταση -δ- + επιρρμ. κατάλ. -ί( / ην) / -εί. Ο τ. πασσυδεί με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -σ-. Τέλος, το επίρρ. πανσυδί έχει ευρύ σημασιολογικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται τόσο στο στρατιωτικό λεξιλόγιο με σημ. «με όλο το στράτευμα» όσο και με τη γενικότερη σημ. «με όλες τις δυνάμεις, παντελώς, γρήγορα»].

Greek Monotonic

πανσῠδί: ή -δεί, επίρρ., (σεύομαι), με όλη τη δύναμη· πανσυδὶ διεφθάραι, παντελώς, απόλυτα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πανσῠδί: Xen. πασσῠδί adv. σεύω
1) всеми силами (βοηθεῖν Xen.);
2) окончательно, наголову (διεφθάρθαι Thuc.).