φυσίζοος
English (LSJ)
ον, as epith. of earth, prob.
A producing ζέα, αἶα Il.3.243, Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; γῆ Il.21.63; but reinterpreted as from ζωή (ζόη), producing life, φυσιζόου . . γένος Ζηνός prob. in A. Supp.584 (lyr., φυσίζοον cod.M); φ. ὕδωρ AP9.383.12; ἀήρ Tryph. 77, etc.
German (Pape)
[Seite 1318] Leben erzeugend, hervorbringend, belebend; αἶα, γῆ, Il. 3, 243. 21, 63 Od. 11, 301; γένος Aesch. Suppl. 579; Orak. bei Her. 1, 67; sp. D., πηγή Claudian. ep. (I, 19), ὕδωρ Menses Aegypt. (IX, 383).
Greek (Liddell-Scott)
φῡσίζοος: -ον, (φύω, ζωὴ) ὁ παράγων ζωήν, διδοὺς ζωήν, τοὺς δ’ ἤδη κάτεχε φυσίζοος αἷα, «ἤτοι τὰ πρὸς ζωὴν φύουσα καὶ δωρουμένη» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 243· ἦ μιν ἐρύξει γῆ φυσίζοος Φ. 63, Ὀδ. Λ. 301, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. Εὐστ. 410 κἑξ.· φυσιζόου... Ζηνὸς γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 585 (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ φυσίζοον, πρβλ. στ. 592)· φ. ὕδωρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 383· ἀὴρ· Τρυφιό. (ὀρθότ. Τριφ-) 77, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne la vie, nourricier, fécond.
Étymologie: φύω, ζωή.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως για τη γη) παραγωγικός, ιδίως αυτός που παράγει σιτάρι («φυσίζοος αἶα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. φῡ- του φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω) + -ζοος (< ζειά «είδος σιταριού», βλ. λ. ζειά). Ο τ. συνδέεται συχνά, παρετυμολογικώς, με τις λ. ζωή, ζῶ (βλ. και φυσίζωος)].
Greek Monotonic
φῠσίζοος: -ον (φύω, ζωή), αυτός που παράγει ζωή, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
φῠσίζοος: дающий жизнь, жизнетворный (αἶα Hom., Her.; Ζεύς Aesch.; ὕδωρ Anth.).