ἀντεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 16:37, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεμβάλλω Medium diacritics: ἀντεμβάλλω Low diacritics: αντεμβάλλω Capitals: ΑΝΤΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: antembállō Transliteration B: antemballō Transliteration C: antemvallo Beta Code: a)ntemba/llw

English (LSJ)

   A put in instead, τῇ γῇ παγκαρπίαν Thphr.HP9.8.7; substitute, Dsc.2.49.    2 intr., make an inroad in turn, X.HG3.5.4, Plb.5.96.3; attack in turn, Plu.Phil. 18.

German (Pape)

[Seite 246] (s. βάλλω), dagegen hineinwerfen; intrans., od. sc. στρατόν, dagegen einen Einfall machen, εἴς τι, Xen. Hell. 3, 5, 4; Pol. 5, 96; einen Angriff erwidern, Plut. Philop. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεμβάλλω: ἐμβάλλω τι ἀντί τινος, ἀντεμβάλλειν... τῇ γῇ παγκαρπίαν μελιττοῦταν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 7. 2) ἀμεταβ., εἰσβάλλω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν χώραν τοῦ εἰσβάλλοντος εἰς ἄλλην χώραν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 4, Πολύβ. 5. 96, 3· ἀντεπιτίθεμαι, Πλουτ. Φιλοπ. 18.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀντενέβαλον;
jeter à son tour (une armée) dans, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: ἀντί, ἐμβάλλω.

Spanish (DGE)

1 tr. poner en sustitución de τῇ γῇ παγκαρπίαν Thphr.HP 9.8.7
sustituir τῶν δένδρων ... καὶ ἄν τι ἐγλείπει, ἀντεμβαλεῖ IG 22.2499.17 (Atenas IV a.C.), ἐξελόντας δὲ τὰ ἐντὸς δεῖ ἀντεμβάλλειν ἅλας Dsc.2.49, en v. pas. περὶ ἀντεμβαλλομένων βιβλίον libro acerca de los (medicamentos) sucedáneos Gal.19.721.
2 intr. hacer una incursión a su vez εἰς τὴν Φωκίδα X.HG 3.5.4, εἰς τὴν Στρατικήν Plb.5.96.3, ἐς τὴν χώραν D.C.36.54.5, cf. 40.33.2
abs. contraatacar οὐ τολμώντων ἀντεμβαλεῖν ἐκείνων Plu.Phil.18.

Greek Monolingual

ἀντεμβάλλω (Α)
1. βάζω κάτι αντί για κάτι άλλο
2. αντεπιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἀντεμβάλλω: μέλ. -βαλῶ, πραγματοποιώ εχθρική εισβολή ως ανταπόδοση, σε Ξεν.· επιτίθεμαι ως ανταπόδοση, αντεπιτίθεμαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεμβάλλω: 1) в свою очередь вторгаться (εἰς χώραν Xen., Polyb.);
2) взаимно нападать Plut.