εἰσβιβάζω

From LSJ
Revision as of 19:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβῐβάζω Medium diacritics: εἰσβιβάζω Low diacritics: εισβιβάζω Capitals: ΕΙΣΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: eisbibázō Transliteration B: eisbibazō Transliteration C: eisvivazo Beta Code: ei)sbiba/zw

English (LSJ)

causal of εἰσβαίνω,

   A put on board ship, τὸν στρατὸν [ἐς τὰς νέας] Hdt.6.95, cf. Th.7.60, etc.; τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας εἰ. impress them, Isoc.8.48.    2 generally, make to go into, ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60; ἐς ἅρμα Id.1.60.

German (Pape)

[Seite 741] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς ναῦς πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς νέας Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς ἅρμα, auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ εἰσβαίνω, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, τὸν στρατὸν εἰς τὰς νέας Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
1 faire entrer dans;
2 embarquer.
Étymologie: εἰς, βιβάζω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.60, Th.7.60, Luc.Syr.D.12, Procop.Goth.1.23.20
1 hacer montarse, hacer subirse ταύτην τὴν γυναῖκα ... ἐς ἅρμα Hdt.l.c.
esp. hacer embarcar, subir a bordo c. indicación del vehículo τοξότας τε ἐπ' αὐτὰς (τὰς ναῦς) ... ἐσεβίβαζον Th.l.c., εἰς τὰ πλοῖα τοὺς ἀσθενοῦντας X.An.5.3.1
sin indicación del vehículo τὸν πεζὸν στρατὸν ἐσβιβάζοντες ἔπλεον Hdt.6.95, τοὺς ἐν τῇ ἡλικίᾳ ὄντας X.HG 1.6.24, τοὺς μὲν ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας Isoc.8.48.
2 hacer entrar ἄλλους ... ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60, cf. Procop.l.c., ἐς ταύτην (λάρνακα) ... παῖδας Luc.l.c., οὕσπερ ... ἐς Δάρας Procop.Pers.1.14.11.

Greek Monolingual

εἰσβιβάζω (Α)
1. επιβιβάζω
2. ναυτολογώ
3. εισάγω.

Greek Monotonic

εἰσβῐβάζω: Αττ. μέλ. -βιβῶ·
1. μτβ. του εἰσβαίνω, επιβιβάζω σε πλοίο, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας, σε Ηρόδ.
2. γενικά, κάνω κάποιον να μπει, να εισέλθει, ἐς τόπον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβῐβάζω: ион. и староатт. ἐσβιβάζω
1) сажать (τινὰ ἐς ἅρμα Her. и εἰς νέας Her. или εἰς πλοῖα Xen.);
2) сажать на корабли (τινάς Theocr., Isocr., Xen.).