ἐκπορθήτωρ
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A waster, destroyer, E.Supp.1223.
German (Pape)
[Seite 776] ορος, ὁ, Zerstörer, πόλεως Eur. Suppl. 1222.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπορθήτωρ: -ορος, ὁ, καταστροφεύς, Εὐρ. Ἱκ. 1223.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui pille.
Étymologie: ἐκπορθέω.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
saqueador, destructor c. gen. πόλεος ἐκπορθήτορες E.Supp.1223.
Greek Monolingual
ἐκπορθήτωρ, ο (Α)
καταστροφέας.
Greek Monotonic
ἐκπορθήτωρ: -ορος, ὁ, εξολοθρευτής, καταστροφέας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπορθήτωρ: ορος ὁ разрушитель (πόλεως Eur.).