ἐπιδύω
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
( ἐπιδρομ-δύνω [ῡ] Man.6.642), aor. 2 ἐπέδυν,
A set upon or so as to interrupt an action, μὴ πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il.2.413; ὁ ἥλιος μὴ ἐ. ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν Ep.Eph.4.26, cf. LXXDe.24.15, Ph.2.324.
German (Pape)
[Seite 940] (s. δύω), intr. tempp., darüber untergehen, πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il. 2, 413; ἐπί τινι, über Etwas, ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῇ ὀργῇ Ephes. 4, 26; Maneth. so auch praes. ἐπιδύνω.
French (Bailly abrégé)
se coucher sur en parl. du soleil.
Étymologie: ἐπί, δύω.
English (Strong)
from ἐπί and δύνω; to set fully (as the sun): go down.
English (Thayer)
to go down, set (of the sun): ἐπί, B. 2e. (Philo de spec. legg. 28); and with tmesis, Homer, Iliad 2,413.)
Greek Monolingual
ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α)
(για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» — προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ.
β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς περάσει η οργή, ΚΔ).
Greek Monotonic
ἐπιδύω: αόρ. βʹ ἐπέδυν, εκτελώ κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να διακοπεί, σε Ομήρ. Ιλ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδύω: (inf. aor. ἐπιδῦναι) (о солнце) заходить (μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον δῦναι … Hom.; ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδύει ἐπί τινι NT).