συναναλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναλαμβάνω Medium diacritics: συναναλαμβάνω Low diacritics: συναναλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synanalambánō Transliteration B: synanalambanō Transliteration C: synanalamvano Beta Code: sunanalamba/nw

English (LSJ)

   A take up along with, τινι Plu.2.214f, Aq.Ex.9.24, Ath.3.113d; incorporate a drug in an ointment, Dsc.Eup.1.161, Antyll. ap. Orib.9.24.15:—Pass., to be included, CPR19a5 (iv A.D.).    2 receive, BGU918.9 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 999] (s. λαμβάνω), mit, zugleich auf. oder annehmen, Plut. Lac. apophth. p. 191.

Greek (Liddell-Scott)

συναναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 214Ε, Ἀθήν. 113D.

French (Bailly abrégé)

prendre ou reprendre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναλαμβάνω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ενσωματώνω
2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι
(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο
αρχ.
1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλοὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)
2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω
3. παίρνω, δέχομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ενσωματώνω
2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι
(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο
αρχ.
1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλοὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)
2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω
3. παίρνω, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

συναναλαμβάνω: одновременно воспринимать: συναναληφθέντες τινὶ οἱ τῶν γραμμάτων χαρακτῆρες Plut. запечатленные на чем-л. письмена.