ὑπερῴα
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
English (LSJ)
Ion. ὑπερῴ-η, ἡ,
A palate, Il.22.495, Hp.Mochl.39, Plu.Cat.Ma.9, Gal.6.828, 17(2).439, UP11.11, Aristid.Or.47(23).69, al.; ὑπερῷα (v.l. -ώα) Arist.HA492b26:—elsewh. οὐρανός, οὐρανίσκος (καὶ οὐρανίσκου καὶ ὑπερῴας Gal.18(2).286, where one cod. omits καὶ οὐρανίσκου). (Cf. ὑπερῷος.)
German (Pape)
[Seite 1204] ἡ, ion. ὑπερῴη, der Gaumen; Il. 22, 495; Plut. Cat. mai. 9; eigtl. fem. von ὑπερῷος, sc. ὑπήνη.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπερῷος.
Greek Monolingual
η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α
ανατ. η οροφή του στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος
νεοελλ.
φρ. α) «σκληρά υπερώα»
ανατ. το πρόσθιο τμήμα της υπερώας, το οποίο σχηματίζεται από τις υπερώιες αποφύσεις της άνω γνάθου και από τα οριζόντια πέταλα τών υπερώιων οστών και καλύπτεται από παχύ βλεννογόνο
β) «μαλακή υπερώα»
ανατ. ινομυώδες πέταλο που συγκροτεί το οπίσθιο τμήμα της υπερώας και καταλήγει σε ένα οπίσθιο ελεύθερο χείλος από το κέντρο του οποίου κρέμεται η σταφυλή ή κιονίδα, αλλ. υπερώιο ιστίο
μσν.
το ὑπερῷον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ὑπερῴα, ὑπερῷον, ὑπερῷος πρέπει να αναχθούν στην πρόθεση ὑπέρ και έχουν προέλθει, πιθ. μέσω ενός τ. ὑπέρ-ω σχηματισμένου κατά τα επιρρ. σε -ω, πρβλ. ἄν-ω, κάτ-ω (πρβλ. και τον τ. του υπερθ. ὑπερώτατος)].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερῴα: ион. ὑπερῴη ἡ физиол. небо Hom., Arst., Plut.