κηκίς
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
[ῑ], ῖδος, ἡ,
A anything gushing or bubbling forth, ooze, of fat or juices drawn forth by fire, κηκὶς πισσήρης φλογός A.Ch.268; κ. φόνου bubbling blood, ib.1012; μυδῶσα κ. juices drawn by fire from a sacrificial victim, S.Ant.1008; κ. πορφύρας dye of the murex, A.Ag. 960. II oak-gall, Hp.Nat.Mul.32, al., Thphr.HP1.2.1, 3.8.6, Dsc.1.107; the dye made therefrom, D.27.10, 43; used as ink, Eust. 955.64; esp. invisible ink, Ph.Bel.102.32.
German (Pape)
[Seite 1430] ῖδος, ἡ, alles Hervorquellende, Hervorsprudelnde, κηκίω; vom Blute, φόνου δὲ κηκὶς ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται Aesch. Ch. 1007; der Qualm, ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός 266; πορφύρας, der Purpursaft, Ag. 934; μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἀνέπτυε, von dem am Feuer verbräteinden Fette, Soph. Ant. 995. – Später = der Gallapfel, der aus dem Safte der von gewissen Insekten angestochenen Eichenblätter entsteht, Dem. 27, 10, zum Schwarzfärben gebraucht; Theophr. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
toute humeur, exhalaison ou déjection épaisse et noire :
1 fumée épaisse ; flamme d’un bûcher;
2 teinture de pourpre;
3 flot de sang.
Étymologie: cf. κηκίω.
Spanish
Greek Monolingual
κηκίς, -ῑδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. κηκίδα.
Greek Monotonic
κηκίς: [ῑ], -ῖδος, ἡ, οτιδήποτε στάζει προς τα έξω, διαφεύγω, διαρρέω, σε Αισχύλ.· κ. φόνου, η κηλίδα του αίματος, στον ίδ.· μυδῶσα κ., λέγεται για τα υγρά που εκχέονται από τα θύματα όταν καίγονται κατά τη διάρκεια της θυσίας, σε Σοφ.
II. βαφή που φτιάχνεται από το χυμό δέντρου που στάζει από τα φύλλα ή τα κλαδιά του, σε Δημ.· κ. πορφύρας, η βαφή που προερχόταν από είδος μυδιού με αυτό το χρώμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κηκίς: ῖδος (ῑ) ἡ
1) пламя: ἐν κηκῖδι φλογός Aesch. в пламени костра;
2) истечение, сок, струя (πορφύρας ἰσάργυρος κ. Aesch.): φόνου κ. Aesch. кровавый поток; μυδῶσα κ. μηρίων Soph. стекающий жир бедер (сжигаемой жертвы);
3) собир. чернильный орешек Dem.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηκίς -ῖδος, ἡ [~ κηκίω] sijpelend vocht, sap, vet:. ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός in de druipende zwarte drab van de vlam Aeschl. Ch. 268; φόνου κηκίς het sijpelende bloed van de moord Aeschl. Ch. 1012; μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο druipend smolt het vet van de schenkelstukken af Soph. Ant. 1008.