κογχύλιον

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχῠλιον Medium diacritics: κογχύλιον Low diacritics: κογχύλιον Capitals: ΚΟΓΧΥΛΙΟΝ
Transliteration A: konchýlion Transliteration B: konchylion Transliteration C: kogchylion Beta Code: kogxu/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of κογχύλη,

   A small kind of mussel or cockle, Epich.42.1, Sophr.24, Arist.HA547b7, PA 661a22, al., POxy.1449.21 (iii A.D.).    2 any mollusc or its shell, Hdt.2.12, Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.133; used to cover seals, Sch.Ar. V.583; fossil shell, Plu.2.367b.    II = κόχλος, Crito ap.Gal.12.660, Dsc.2.8.

German (Pape)

[Seite 1465] τό, eigtl. dim. von κογχύλη, die Muschel u. die Muschelschale; Her. 2, 12; Sophron bei Ath. III, 86 e; bes. die Purpurschnecke, Arist. H. A. 5, 15 u. Folgde, die auch die davon bereitete Purpurfarbe u. die mit Purpur gefärbte Wolle so nennen.

Greek (Liddell-Scott)

κογχύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κογχύλη, εἶδος μικροῦ διθύρου κογχυλίου ἢ «ἀχιβάδας», Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 13, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 16, κ. ἀλλ. 2) τὸ ὄστρακον ἀχιβάδας, τὸ ὄστρακον παντὸς διθύρου μαλακοστράκου, Ἡρόδ. 2. 12, κτλ.· ἐν χρήσει πρὸς κάλυψιν σφραγίδων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 585. ΙΙ. ὡσαύτως = κόχλος, Κρίτων παρὰ Γαληνῷ. Κατὰ ποσότητα τὸ υ εἶναι πιθανῶς βραχὺ παρ’ Ἕλλησιν, ἴδε κογχύλη, ἀνακογχῠλιάζω, ἀνακογχῠλιαστός· ἀλλὰ παρὰ Λατ. conchy- lium.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
coquille ou coquillage.
Étymologie: κογχύλη.

Greek Monolingual

κογχύλιον, τὸ (AM)
βλ. κοχύλι.

Greek Monotonic

κογχύλιον: τό,
1. υποκορ. του κογχύλη, μικρού είδους μυς ή στρείδι, σε Αριστ.
2. όστρακο, δίθυρο οστρακοειδές, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κογχύλιον: (ῠ) τό
1) моллюск, улитка Arst.;
2) раковина улитки Her.;
3) пурпурная улитка, багрянка Arst.;
4) пурпур багрянки Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κογχύλιον -ου, τό, demin. van κόγχη, schelpje, schelpdiertje.