σώρευμα

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σώρευμα Medium diacritics: σώρευμα Low diacritics: σώρευμα Capitals: ΣΩΡΕΥΜΑ
Transliteration A: sṓreuma Transliteration B: sōreuma Transliteration C: sorevma Beta Code: sw/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A heap, pile, X Cyr.7.1.32, Eub.47.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, das Angehäufte, der Hause; Xen. Cyr. 7, 1, 32; Ath. XII, 540 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σώρευμα: τό, σωρός, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32, Εὔβουλος ἐν «Κατακολλωμένω» 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
amas, monceau.
Étymologie: σωρεύω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σωρεύω
μσν.
συσσώρευση, συγκέντρωση, συνάθροιση
αρχ.
σωρός, σωρεία («ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν», Ξεν.).

Greek Monotonic

σώρευμα: -ατος, τό, σωρός, σωρεία, πληθώρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σώρευμα: ατος τό куча, груда Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σώρευμα -ατος, τό [σωρεύω] stapel, hoop.