σύνδυο
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά,
A two together, two and two, in pairs, h.Ven.74, Pi. P.3.81, Hdt.4.66, Hyp.Eux.16, Pl.Lg.962e, IG22.1671.21 (iv B.C.), etc.; ἀνὰ σύνδυο Gal.6.216; κατὰ σύνδυο ib.214, UP15.4; σύνδυο unaltered in dat., Plb.8.4.2.--For Il.10.224, v. συνέρχομαι 1.
German (Pape)
[Seite 1009] οἱ, αἱ, τά, je zwei, zwei zusammen, paarweise, H. h. Ven. 74; Her. 4, 66; Plat. Tim. 54 d u. öfter; Xen. An. 6, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδυο: οἱ, αἱ, τά, δύο ὁμοῦ, ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· σύνδυο ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. συνέρχομαι Ι.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
deux ensemble, deux à deux.
Étymologie: σύν, δύο.
English (Slater)
σύνδῠο
1 two together ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81)
Greek Monolingual
οι, τα / σύνδυο, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και συδυό και συνδυό Ν
ανά δύο, δυο δυο, κατά ζεύγη («oἱ δ' ἅμα πάντες σύνδυο κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δύο].
Greek Monotonic
σύνδυο: οἱ, αἱ, τά, δύο μαζί, ανά δύο, κατά ζεύγη, Λατ. bini, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύν-δυο, οἱ, αἱ, τά telw., indecl. twee tegelijk, twee aan twee, in paren.
Russian (Dvoretsky)
σύνδυο: οἱ, αἱ, τά indecl. по двое, попарно, парами HH, Pind., Xen., Plat., Arst., Polyb.