πηδός
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ὁ, tree whose timber was used for axles, etc., Thphr.HP 5.7.6; perh.
A = πάδος (q. v.); cf. πήδινος. (Variously accented in codd.)
Greek (Liddell-Scott)
πηδός: ὁ, ἡ, πηδόν, τό, τὸ πλατὺ μέρος τῆς κώπης, καὶ καθόλου κώπη, ὡς τὸ πλάτη, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Ὀδ. Η. 328, Ν. 78. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. πηδά, ὡς τὸ πηδάλια, Ἄρατ. 155. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ πέζα, πούς, ποδός. Ἀλλ’ ὁ Schneider ἐνόμιζεν ὅτι τὸ πηδὸς ἦτο εἶδος ξύλου καὶ ἐδέξατο τὸ πηδὸς εἰς ἄξονας (ἀντὶ πύξος) ἔκ τινος Ἀντιγράφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6· καὶ ἀρχαῖοι κριτικοὶ ἀνεγίνωσκον πήδινος ἀντὶ φήγινος ἐν Ἰλ. Ε. 838, ἴδε Εὐστ. 613. 9, Ἡσύχ. Ἐτυμολ. Μέγ. Ἀλλ’ ἂν τοῦτο τὸ πηδὸς ἦτο ταὐτὸν τῷ πάδος, ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3, καὶ ἂν τοῦτο ἦτο τὸ εἶδος πεύκης τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν Γαλατῶν padus (Πλίν. 3. 10) εἶναι ὅλως ἀβέβαιον.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
arbre, c. φηγός.
Greek Monolingual
και πῆδος και πάδος, ὁ, Α
δέντρο του οποίου χρησιμοποιούσαν τον κορμό για την κατασκευή αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ελάχιστα πιθανή φαίνεται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τα πηδόν και πηδάω.
Greek Monotonic
πηδός: ὁ ή πηδόν, το , πτερύγιο κουπιού, και γενικά κουπί, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of an unknown tree (Thphr. HP 5, 7, 6, EM 669, 40).
Other forms: also πῆδος.
Derivatives: πήδινος, old v. l. for φήγινος Ε 838 (acc. to Eust., EM, H.); after Schwyzer KZ 63, 65ff. perh. also πηδήεσσα (v. l. Λ 183 for πιδ-). Besides πάδος as tree-name (Thphr. HP 4, 1, 3).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Etymology unknown; after Plin. HN 3, 16 padus was a Gaulish name of the pine. Attempt to connect πηδός with πηδόν, πηδάω (and Myc. Padajeu) b Deroy Ant. class. 32, 429 ff., to be rejected.