στέμφυλον
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
German (Pape)
[Seite 934] τό, gew. im plur. τὰ στέμφυλα, die ausgepreßten u. ausgekernten Oliven; βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις, Ar. Nubb. 46, vgl. Equ. 803; Schol. κυρίως τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν σταφυλῶν; also auch die ausgepreßten Weintrauben, Trester, in welcher Bdtg die genauern Attiker βρύτεα oder βρύτια vorzogen, vgl. Lob. zu Phryn. 405; ὄζοντα στεμφύλων, Alciphr. 3, 20.
Greek (Liddell-Scott)
στέμφῠλον: τό, (στέμβω) ὄγκος ἐλαιῶν ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη τὸ ἔλαιον, τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, Λατ. fraces (ἐκ τοῦ frango), Ἀριστοφ. Ἱππ. 806· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Νεφ. 46 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἀποσπ. 345· λιπῶσι στεμφύλοις Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ποαστρ.» 1, πρβλ. Ἀνδροκλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 22, Ἀθήν. 56D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ὄγκος σταφυλῶν, ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη ὁ οἶνος, «τσίπουρα», Λατ. floces, Ἱππ. 485. 39., 523. 29, Λυκόφρ. 678· σταφυλῆς στέμφυλα Ἀριστ. Ἀποσπ. 102. - Ἡ προτέρα σημασία λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παρ’ Ἀττ., Φρύνιχ. 405.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 marc d’olives;
2 marc de raisin.
Étymologie: στέμβω.
Greek Monotonic
στέμφῠλον: τό (στέμβω), μάζα από πολτοποιημένες ελιές, από τις οποίες εξάχθηκε με την πίεση λάδι, πολτός, αποστραγγίσματα ελιάς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
στέμφῠλον: τό преимущ. pl. оливковые выжимки, масличный жом Arph.: σταφυλῆς στέμφυλα Arst. виноградный жом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέμφυλον -ου, τό [στέμβω] meestal plur. drab, droesem (van uitgeperste olijven of druiven).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: mass of olives from which th oil has been pressed (Ar.).
Other forms: στέμφυλα n. pl. (rarely sg.) squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass (IA.) with στεμφυλ-ίτιδες τρύγες grape-mass for wine (Hp.), -ίς id. (Ath.), -ίας οἶνος (pap. IIIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: The connection with σταφυλή (s.v.) is clearly correct; it shows typical Pre-Greek prenasalization. (I don't understand Chantraine's objection to the semantics.) (Not in Furnée.)