πλαίσιον
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
τό,
A = πλινθίον, πλινθεῖον (qq.v.), oblong case or frame used in moulding bricks and in measuring, Ar.Ra.800 (pl.), Pl.Com. 147; χιτωνίσκος ἐμ π. in an oblong box, IG22.1514.13, al., cf. BCH28.165 (Delos); κεκρυφάλους τρεῖς ἐμ π. IG22.1522.18; oblong scaffold or platform, Plu.Alex.67 : pl., of the frames enclosing Solon's ἄξονες, Id.Sol.25; of frames in roof-panelling, IG12.372E2,al., Inscr.Délos 504A13,15 (iii B. C.). II hollow rectangle, ἐν π. τετάχθαι Th.7.78, cf. 6.67, X.An.1.8.9 ; = ἐν ἑτερομήκει σχήματι, Ael.Tact.37.8, Arr. Tact.29.7 ; ἰσόπλευρον π. X.An.3.4.19, Arr.An.4.5.6 ; [Σμύρνα] ἀνέχει ἐν π. Aristid.Or.23(42).20 ; of the shape of the Acropolis of Alexandria, Aphth.Prog.12. III εἰς τὰ π. prob. f.l. for εἰς τὰ πλάγια in D.C.40.2.
German (Pape)
[Seite 624] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, σχῆμα τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67.
Greek (Liddell-Scott)
πλαίσιον: τό, σχῆμα ἢ πρᾶγμα τετράπλευρον ἐπίμηκες, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800· Σμύρνα ἀνέχει ἐν πλ. Ἀριστείδ. 1. 521· ὡσαύτως, ὀρθογώνιον τετράπλευρον, Ρήτορες (Walz) 1. 106· ἰσόπλευρον πλ., τετράγωνον, ὡς τὸ πλινθίον, «πλαίσιον Ἀττικοί· πλινθίον Ἕλληνες» Μοῖρις 312, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 720· ἔνθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι πλαίσιον ἰσόπλευρον πονηρὰ τάξις εἴη πολεμίων ἑπομένων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, Ἀρρ. Ἀν. 4. 5, 10, πρβλ. Sturz. Λεξ. Ξεν.· ― ἐν πλαισίῳ, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, χιτωνίσκος ἐν πλαισίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 16 κἑξ.: μάλιστα ἐπὶ στρατοῦ, ἐν πλαισίῳ τετάχθαι, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, Λατ. agmine quadrato, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τάξιν τῆς πορείας, Λατ. agmine longo, Θουκ. 7. 78, πρβλ. 6. 67, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, κτλ. (ἴδε ἐν λ. τετράγωνος)· (τὸ παρὰ Δίωνι Κ. 40. 2, εἰς τὰ πλαίσια βάλλειν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ πλάγια)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἐπιμήκους ἰκριώματος, Πλουτ. Ἀλέξ. 67· ἐπὶ κιβωτίου, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 25. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς αἱ λέξεις πλατύς, πλάτος, πλάθανον.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλαίσιον· ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν τάξις· καὶ πίναξ. καὶ πλινθίον. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 rectangle ou carré long : ἐν ὑψηλῷ πλαισίῳ PLUT sur un tréteau quadrangulaire ; ἐν πλαισίοις PLUT dans une boîte quadrangulaire;
2 bataillon carré ou oblong : ἐν πλαισίοις en carré long.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monotonic
πλαίσιον: τό, επίμηκες σχήμα ή σώμα, σε Αριστοφ.· ἰσόπλευρον πλαίσιον, τετράγωνο, σε Ξεν.· λέγεται για το στράτευμα, ἐνπλαισίῳ τετάχθαι, παρατάχθηκε σε τετράγωνο σχηματισμό, Λατ. agmire quadrato, σε Θουκ., Ξεν. (πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το πλατ-ύς).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαίσιον -ου, τό, rechthoekig frame baksteenvorm. Aristoph. Ran. 800. stellage. Plut. Alex. 67.2. omlijsting:; κατεγράφησαν εἰς ξυλίνους ἄξονας ἐν πλαισίοις περιέχουσι στρεφομένους ze werden geschreven op houten tafeltjes die in omlijstingen ronddraaiden Plut. Sol. 25.1; milit.: ἐν πλαισίῳ in rechthoekige opstelling Xen. An. 1.8.9; π. ἰσόπλευρον carré Xen. An. 3.4.19.
Russian (Dvoretsky)
πλαίσιον: τό
1) прямоугольник: ἐν ὑψηλῷ πλαισίῳ Plut. на четырехугольном возвышении;
2) прямоугольный ящик Plut.;
3) воен. прямоугольная колонна, каре (τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Xen.; τὸ ἐν πλαισίῳ τεταγμένον στράτευμα Thuc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: long quadrangle, rectangle, rectangular frame (Att.).
Derivatives: πλαισιόομαι to be put into a πλαίσιον (Delos).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical word without etymology; note the agreement in anlaut with the synonymous πλιν-θίον (or influenced by it?). Not with Prellwitz a.o. (s. WP. 2, 100) to Lith. plaitaũs, plaitýtis make oneself broad, flaunt, where Lith. ai arose through ablaut deviation (to plintù, plìsti make oneself broad); s. Fraenkel Wb. s. pleitóti. -- Prob. a Pre-Greek word; cf. Furnée 260, who compares πλάτας basis of a tomb (inscr, Patara), which is considered as a variant of πέλτον which is compared with Hitt. palzah̯h̯a.