εὐθύπορος

From LSJ
Revision as of 15:50, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθύπορος Medium diacritics: εὐθύπορος Low diacritics: ευθύπορος Capitals: ΕΥΘΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: euthýporos Transliteration B: euthyporos Transliteration C: efthyporos Beta Code: eu)qu/poros

English (LSJ)

ον,

   A going straight, of colour, Democr. ap. Thphr.Sens.73; τάσις, opp. μεταληπτική, Gal.10.443: metaph., straightforward, ἦθος Pl.Lg. 775d.    II with a straight passage, κέρας Arist.Aud.802b11; with straight grain, of wood, Thphr.CP5.17.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1071] geradeausgehend, gerade, Theophr. u. Sp.; übertr., ἦθος Plat. Legg. VI, 775 d, wie unser Geradsinn. – Vom Holze, mit geradegehenden Poren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύπορος: -ον, ὁ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν πορευόμενος, μεταφ. εὐθύς, ἦθος Πλάτ. Νόμ. 775D. II. ἔχων εὐθὺν πόρον, κέρας Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 38· ἔχων εὐθεῖς πόρους, ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va droit de l’avant;
2 qui a un passage direct ; particul. dont les pores ou les conduites sont en ligne droite.
Étymologie: εὐθύς, πόρος.

Greek Monolingual

εὐθύπορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν
2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος
3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.)
4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του.
επίρρ...
εὐθυπόρως (Μ)
κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή («βαδίζων εὐθυπόρως καὶ ἀπλανῶς», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + πόρος «πέρασμα»].

Greek Monotonic

εὐθύπορος: -ον, αυτός που προχωρά σε ευθεία γραμμή· μεταφ., ευθύς, δίκαιος, τίμιος, ειλικρινής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύπορος:
1) прямой, прямолинейный (κέρας Arst.);
2) движущийся прямолинейно (μόρια καὶ κινήματα Plut.);
3) прямой, прямодушный, открытый (ἦθος Plat.).