κολαούζος

From LSJ
Revision as of 14:00, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

(I)
ο ζωολ.
κοινή ονομασία του είδους Echeneis naucrates, του γένους εχηνηίς.
(II)
(Μ) και κολαούζης, ο
1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγόςχωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει»)
2. έμπειρος σύμβουλος, καθοδηγητής
3. κάθε πράγμα ή σημάδι που χρησιμεύει για ένδειξη κατευθύνσεως ή υπόδειξη ενέργειας ή για αναγνώριση
4. το τεντωμένο σχοινί με το ένα άκρο του οποίου είναι δεμένος στη μέση ο εργαζόμενος κάτω από τη θάλασσα δύτης και με το οποίο επικοινωνεί συνθηματικώς με τον έξω από τη θάλασσα κολαουζιέρη
5. φορτικός άνθρωπος («μού έχει γίνει κολαούζος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ») β. το καλαούζο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kilavuz].