ράχος

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥάχος, ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και ῥαχός, ή, και ιων. τ. ῥηχός, ἡ, ΜΑ
ακανθώδης θάμνος
μσν.-αρχ.
1. φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά
2. κλαδιά και φύλλα κατάλληλα για την κατασκευή σαμαριών
αρχ.
1. η βέργα του αμπελιού που χρησιμοποιείται για καταβολάδα
2. (στην Τροιζήνα) η αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥᾱχός / ῥηχός ανάγεται στη ρίζα wrăgh-/ wrāgh- «αγκάθι, μύτη» της λ. ῥάχις και εμφανίζει μακρό φωνηεντισμό --. Ο τ. ῥάχος με -- και αναβιβασμό του τόνου κατά το ῥάχις (βλ. λ. ράχη)].
(II)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥάχη
ἀπορραχίσματα καὶ ἀποσπάσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. της λ. ῥάχις.