σκορπιοί
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
(I)
οι, Ν
ζωολ. τάξη χηλεκεραιωτών αρθροπόδων της ομοταξίας αραχνίδια, με 800 περίπου είδη τών θερμών περιοχών της Γης, τα οποία έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την επιμήκυνση τών τελευταίων μεταμερών της κοιλίας τους σε ουρά με δηλητηριώδες κεντρί, καθώς και μεγάλες γναθικές προσακτρίδες, με λαβιδόμορφα άκρα, για τη σύλληψη της λείας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορπιός].
(II)
οι, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία ομάδας σκορπιονοειδών ψαριών του γένους σκόρπαινα, στην οποία, εκτός από τον καθαυτό σκορπιό, τον Scorpaena porcus, συγκαταλέγονται τα είδη Scorpaena notata, Scorpaena elongata, Scorpaena loppei και Scorpaena maderensis, όλα με κοκκινόμαυρο χρώμα και κιτρινωπά στίγματα και με εύγευστη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορπιός].