δυσεξερεύνητος

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξερεύνητος Medium diacritics: δυσεξερεύνητος Low diacritics: δυσεξερεύνητος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexereúnētos Transliteration B: dysexereunētos Transliteration C: dyseksereynitos Beta Code: dusecereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to explore, Arist.Pol.1330b26.

German (Pape)

[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à découvrir ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, ἐξερευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar, de difícil reconocimientode ciudades cuyo recorrido es complicado ἡ ... οἰκήσεων διάθεσις ... δ. [τοῖς] ἐπιτιθεμένοις Arist.Pol.1330b26.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξερευνάται.

Greek Monotonic

δυσεξερεύνητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξερεύνητος: с трудом поддающийся исследованию Arst.

Middle Liddell

δυσ-εξερεύνητος, ον
hard to investigate, Arist.