ἀμφίζευκτος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ον,
A joined from both sides, A.Pers.130.
German (Pape)
[Seite 139] von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίζευκτος: -ον, ὁ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἐζευγμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
joint des deux côtés (par un pont).
Étymologie: ἀμφί, ζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
-ον
uncido por ambas orillasdel Helesponto, con alusión al puente de Jerjes, A.Pers.131.
Greek Monolingual
ἀμφίζευκτος, -ον (Α)
(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.
Greek Monotonic
ἀμφίζευκτος: -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίζευκτος: соединенный с обеих сторон мостом (πρων αἴας Aesch.).