ἐπιδανείζω

From LSJ
Revision as of 22:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδᾰνείζω Medium diacritics: ἐπιδανείζω Low diacritics: επιδανείζω Capitals: ΕΠΙΔΑΝΕΙΖΩ
Transliteration A: epidaneízō Transliteration B: epidaneizō Transliteration C: epidaneizo Beta Code: e)pidanei/zw

English (LSJ)

   A lend money on property already mortgaged, D.35.22, PPetr.3p.41 (iii B.C.); ἐ. ἐπὶ κτήμασι Arist.Oec.1347a1; ἱερατικὰς προσόδους ἐ. PGnom.184 (ii A.D.):—Med., borrow on property already mortgaged, D.34.6, Syngr. ap. eund.35.11: metaph., ἐπιδανείζεσθαι χρόνον παρὰ τῆς τύχης εἰς ἄδοξον βίον Plu.Brut.33.

German (Pape)

[Seite 934] noch dazu, zur zweiten Hypothek leihen, Dem. 35, 22; im med. sich borgen, 34, 6; vgl. B. A. 259; übh. = δανείζω, z. B. ἐπὶ κτήμασι Arist. oec. 2, 3, übtr. παρὰ τῆς τύχης χρόνον εἰς ἄδοξον βίον Plut. Brut. 33.

French (Bailly abrégé)

prendre une seconde hypothèque sur un bien;
Moy. ἐπιδανείζομαι emprunter sur un bien déjà hypothéqué.
Étymologie: ἐπί, δανείζω.

Greek Monolingual

ἐπιδανείζω (Α)
δανείζω χρήματα ενυποθηκεύοντας κτήμα («μετοίκων δέ τινων ἐπιδεδανεικότων ἐπὶ κτήμασιν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἐπιδᾰνείζω: μέλ. -σω, δανείζω χρήματα για ήδη υποθηκευμένη ιδιοκτησία, σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος ιδιοκτησία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδᾰνείζω: 1) давать ссуду под уже заложенное имущество (ἐ. χρήματα παρὰ τὴν συγγραφήν Dem.);
2) давать взаймы (ἐπὶ κτήμασιν Arst.);
3) med. получать ссуду под залог уже заложенного имущества (ἐ. τετρακισχιλίας δραχμὰς παρά τινος Dem.): παρὰ τῆς τύχης χρόνον ἐ. εἴς τι погов. Plut. расточать время на что-л.

Middle Liddell

fut. σω
to lend money on property already mortgaged, Dem.:—Mid. to borrow on such property, Dem.