εὐμοιρία
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ἡ,
A happy possession of a thing, σώματος, φωνῆς, Luc.Eun.8, Salt.72; εὐ. τῆς αἱρέσεως excelling, Id.Rh.Pr.8; φύσεως εὐ. Ph.1.238, al.: abs., D.H.Rh.5.3; good fortune, Plu.2.14c, etc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμοιρία: εὐκληρία, εὐτυχία, καλὴ κατάστασις, σώματος, φωνῆς Λουκ. Εὐνοῦχ. 8, π. Ὀρχ. 72· εὐμοιρίᾳ τῆς αἱρέσεως τῆς τῶν λόγων καὶ ὁδῶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. Διδασκ. 8· ἀπολ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 5. 3, Πλούτ. 2. 14C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bon état (du corps, de la voix, etc.);
2 abs. bonheur.
Étymologie: εὔμοιρος.
Greek Monolingual
εὐμοιρία, ἡ (Α) εύμοιρος
1. καλοτυχία, ευτυχία, καλή κατάσταση ενός πράγματος, προτέρημα, πλεονέκτημα («σώματος εὐμοιρίαν προσεῑναι φιλοσόφῳ», Λουκιαν.)
2. ευνοϊκή περίσταση, αγαθή συγκυρία («καὶ αὐτὸν μὲν εὐμοιρίας δεόμενόν ἐστι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
εὐμοιρία: ἡ, ευκληρία, πλούτος ή ευτυχία, ευημερία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμοιρία: ἡ
1) безупречное состояние, прекрасные качества (σώματος, φωνῆς Luc.);
2) счастье, благополучие Plut.
Middle Liddell
εὐμοιρία, ἡ,
happy possession of a thing, wealth or weal, Luc. [from εὔμοιρος