θαλασσόπληκτος

From LSJ
Revision as of 23:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσόπληκτος Medium diacritics: θαλασσόπληκτος Low diacritics: θαλασσόπληκτος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: thalassóplēktos Transliteration B: thalassoplēktos Transliteration C: thalassopliktos Beta Code: qalasso/plhktos

English (LSJ)

ον, (πλήσσω)

   A sea-beaten, νῆσος A.Pers.307.

German (Pape)

[Seite 1183] meergeschlagen, νῆσος Aesch. Pers. 307, v. l. -πλακτος.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσόπληκτος: -ον, (πλήσσω) ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, νῆσος Αἰσχύλ. Πέρσ. 307. - θαλασσοπλήκτης, ου, ὁ, Ξέρξης, ὡς μαστιγώσας τὴν θάλασσαν, Θ. Πρόδρ. Rev. arch. 1873, σ. 348.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
battu de la mer.
Étymologie: θάλασσα, πλήσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θαλασσόπληκτος, -ον)
αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τον χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί-πληκτος, κεραυνό-πληκτος)].

Greek Monotonic

θᾰλασσόπληκτος: -ον (πλήσσω), ο θαλασσοδαρμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσόπληκτος: ударяемый морскими волнами, о который плещется море (νῆσος Aesch.).

Middle Liddell

θᾰλασσό-πληκτος, ον πλήσσω
sea-beaten, Aesch.