συγκοινωνός

From LSJ
Revision as of 01:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοινωνός Medium diacritics: συγκοινωνός Low diacritics: συγκοινωνός Capitals: ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΣ
Transliteration A: synkoinōnós Transliteration B: synkoinōnos Transliteration C: sygkoinonos Beta Code: sugkoinwno/s

English (LSJ)

όν,

   A partaking jointly of, τῆς ῥίζης Ep.Rom.11.17, cf. 1 Ep.Cor.9.23; ἐν τῇ θλίψει Apoc.1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.in Hp.1.76D.: Subst., partner, PMasp.158.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 968] Theil woran habend, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινωνός: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui participe à, gén..
Étymologie: σύν, κοινωνός.

English (Strong)

from σύν and κοινωνός; a co-participant: companion, partake(-r, -r with).

English (Thayer)

(T WH συνκοινωνος (cf. σύν, II. at the end)), συγκοινωνον, participant with others in (anything), joint partner: with a genitive of the thing (cf. Winer's Grammar, § 30,8a.), ἐν, with a dative of the thing, Revelation 1:9.

Greek Monolingual

-όν, το αρσ. και το θηλ. και ως ουσ. συγκοινωνός, ό, ἡ, Α
1. αυτός που μετέχει σε κάτι μαζί με άλλον
2. ως ουσ. εταίρος, σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοινωνός «μέτοχος, σύντροφος»].

Greek Monotonic

συγκοινωνός: -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε κάτι, συμμέτοχος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγκοινωνός: ὁ сообщник, соучастник (τινος и ἔν τινι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοινωνός -ή -όν [σύν, κοινωνός] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.

Middle Liddell

συγ-κοινωνός, ή, όν
partaking jointly of a thing, c. gen., NTest.